φυλλόστομος

φυλλόστομος
ο, Ν
ζωολ. νυχτερίδα, μέλος τής οικογένειας τών φυλλοστόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllostomus < φύλλο(ν) + στόμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυλλόστομοι — οι, Ν ζωολ. οικογένεια νυχτερίδων τού Νέου Κόσμου, με 130 τροπικά και υποτροπικά είδη, γνωστά με την κοινή ονομασία ρινόλοφοι τής Αμερικής, λόγω τής φυλλοειδούς απόφυσης που περιβάλλει το ρύγχος τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”